- δίγυιος
- δίγυιος, -ον (Α)μουσ. αυτός που έχει δύο μελωδίες, δύο τόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < δι-* + -γυιος < γυίον «μέλος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δίγυιος — of two members masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… … Dictionary of Greek